Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013
Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013
ΣΚΥΡΙΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Του κ. ΙΩ. Θ. ΚΑΚΡΙΔΗΤακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Καθώς στέκομαι μπροστά στο άγαλμα του Μπρούκ, στην πλατεία της Σκύρος, ξαναγυρίζουν στη θύμησή μου οι στίχοι του: Κι' όλο γρινιάζει ο Μενέλαος, φωνάζει η(Ελένηκ' ο Πάρης πλάϊ στο Σκάμαντρο κοιμάται. Ο Άγγλος ποιητής, που εικοσιεφτά χρονώ πέθανε πάνω στο καράβι του και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του πάνω στο φωτεινό νησί του Αιγαίου, πήρε το τραγούδι του από την παλιά γνωστή παράδοση, για να της δώσει καινούργιο νόημα: το ιδανικό της ομορφιάς δεν το αντιπροσωπεύει πια η Ελένη, μήτε της ευδαιμονίας ο Μενέλαος. Καθώς γυρίζουν στη Σπάρτη ύστερα από τον πόλεμο και περνούν τα χρόνια, εκείνος, γέρος, ελεεινός και τρισάθλιος γεμίζει την πόλη όλη μέρα με τις καυκησιές του για τα παλιά του κατορθώματα κι' εκεινής τα τσιμπλιασμένα πια μάτια όλο και δακρύζουν, η φωνή της τρέμει και σκληραίνει όλο και πιο πολύ. Μονάχα ο Πάρης κοιμάται αιώνια ωραίος, αιώνια νέος, πέρα μακριά στ' ακρογιάλια της Τροίας. Αυτός τώρα, αυτός που σαν τον ποιητή τον ίδιο δεν εγνώρισε των γερατειών την ασκήμια, υψώνεται σε σύμβολο της ομορφιάς και της ευδαιμονίας. Ο ποιητής - μιλώ για τον προσωπικό, όχι για τον ανώνυμο λαϊκό ποιητή καθώς απευθύνεται σ' ένα κοινό λίγο πολύ μορφωμένο ξέρει πως πρέπει να σεβαστεί την καθιερωμένη μορφή της παράδοσης. Γι' αυτό θα κοιτάξει, χωρίς να την αλλάξει, να της δώσει καινούργιο νόημα, όπως ακριβώς είδαμε τον Μπρούκ να κάνει με το μύθο της Ελένης και του Πάρη. Αντίθετα ο λαός ενδιαφέρεται πολύ λιγώτερο να σεβαστεί την παράδοση. Τι τον νοιάζει αυτόν τι λένε τα βιβλία ! Άμα λοιπόν μια ιστορία του παλιού καιρού γίνει χτήμα του ξανά θ' αρχίσει να περνάει από στόμα σε στόμα, σε ατέλειωτη πάλι παράλλαξη κι' ανανέωση. Κάθομαι στο καφενείο εδώ στη Σκύρο και ακούω τον κυρ Γιαννούλη να μου ιστορεί τον παλιό μύθο του Αχιλλέα, που η μητέρα του η Θέτιδα, για να μην πάει στην Τροία να σκοτωθεί, τον είχε κρύψει στο νησί αυτό πάνω, ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά του Λυκομήδη. Η ιστορία του γεμάτη λεπτομέρειες για τις πεντάμορφες βασιλοπούλες, για τον Αχιλλέα που ήταν αμούστακο παλικάρι ακόμα και μπορούσε να περάσει και για κοπέλα, για τα μέρη που άραξε με το καράβι του ο πονηρός Οδυσσέας, για να ξεγελάσει το γιό της νεράϊδας και να τον πάρει μαζί του στον πόλεμο: Να, κεί πέρα στ' Αχίλλι άραξε, γι' αυτό και το λέμε έτσι γιατί από κεί έφυγαν ύστερα μαζί ο Αχιλλέας με τον Οδυσσέα. Έρχεται η σειρά του Θησέα. Ο Λυκομήδης τον γκρέμισε ψηλά απ' το κάστρο της Σκύρος. Φοβήθηκε μην του πάρει το νησί, γιατί το νησί ήταν παλιά του πατέρα του Θησέα. Έκανε λοιπόν πως ήθελε να του δείξει τον τόπο και κεί τον γκρέμισε από το κάστρο. Άλλοι λένε πως ο Θησέας τα έπαιζε με τη γυναίκα του βασιλιά, γι' αυτό τον σκότωσε εκείνος. Όχι!Περίπατο έκανε ο Θησέας και γκρεμίστηκε μόνος του από το βράχο. Τα κόκκαλα του βρέθηκαν στη σπηλιά του Αντριώτη που λέμε - γιατί ο Θησέας ήταν αντρειωμένος - κ' εκεί τα βρήκαν, μια μέρα που πήγαινε να πάρει τον αέρα του ο Κίμωνας. Τα γνώρισε, γιατί οι αρίδες του ήταν τρείς πήχες μεγάλες. Ο Θησέας έσυρε μαζί του εδώ στη Σκύρο και τον πατέρα του. Εδώ, λέει, γκρεμίστηκε ο Αιγέας όταν είδε το καράβι του γιού του να γυρίζει από την Κρήτη με λησμονημένο το μαύρο πανί. Η κόρη μου, που ακούει κι' αυτή, κάνει ν' αντιμιλήσει. Τα βιβλία λένε πως δε σκοτώθηκε εδώ ο Αιγέας. Της κάνω νόημα να σωπάσει και να κρατήσει την άσοφη σοφία της. Και την ώρα που ο κυρ Γιαννούλης συνεχίζει την ιστορία του ανακατώνοντας το Θησέα με τους κουρσάρους και τις Νεράϊδες, σκέφτομαι πως εδώ βρίσκεται το κλειδί για να εξηγήσουμε πολλές φορές γιατί οι μεγάλοι ήρωες αναφέρονται συχνά πως εγεννήθηκαν είτε πέθαναν σε διάφορα μαζί μέρη. Κάθε τόπος του ήθελε για δικούς του, ο πατέρας έσερνε μαζί και το γιό, ο γιός τον πατέρα, ο αδερφός τον αδερφό κι' έτσι ο παλιός ήρωας αποχτούσε πολλές ιστορίες και πολλές πατρίδες.Κάποιος δάσκαλος - αγιασμένο ας είναι το χώμα που τον σκεπάζει -διηγήθηκε κάποτε στα σκολιαρόπουλά του την ιστορία του Αχιλλέα και του Λυκομήδη και του Θησέα, σύμφωνα με τα βιβλία φυσικά. Μ' από κεί την άρπαξε η λαϊκή φαντασία, τη ζωντάνεψε, κι άρχισε να τη δουλεύει, πλουτίζοντας την με λεπτομέρειες τοπογραφικές, με θέματα παραμυθικά, με στοιχεία ιστορικά μεταγενέστερα: Αχιλλέας, Θησέας, Κίμωνας, Κουρσάροι, Λιάπηδες, νεράϊδες, όλος ο ελληνικός κόσμος ζωντανεμένος πάλι!Και τώρα μπορείς περνώντας από κάποιο στενό ν' ακούσεις τα Σκυριανόπουλα, όταν τα πιάσει ο οίστρος του συναγωνισμού, να ρωτάει το ένα το άλλο: Μπορείς μαρέ και π'δάς από την πέτρα κεί πέρα - ΓΙ'δώ! - Π'δάς κι' απ' το βράχο κείνο; - Π'δώ! - Π'δάς λέω κι' απ' το κάστρο πάνω στο γιαλό κάτω;- Έ, όχι δά! - Σύ δεν το π'δάς, μα ο βασιλιάς το π'δά!Ποιος παλιός βασιλιάς να υψώνεται στη φαντασία των παιδιών σαν το ιδανικό της παλικαριάς που είχε τη δύναμη να πηδάει από τόσο ψηλά; Ποια λησμονημένη παράδοση να κρύβεται στα λόγια τους; Ο Θησέας δεν μπορεί να είναι, γιατί αυτός πέφτοντας σκοτώθηκε. Να είναι τάχα ο Λυκομήδης: Ποιος το ξέρει! Και ποιος το ξέρει ακόμα αν ο λόγος αυτός των παιδιών δε σταθεί αφορμή για καινούργια μυθοπλαστία κι' αν δεν ακούσουμε σε μερικά χρόνια την ιστορία του Θησέα, που θέλησε να παραβγεί στο πήδημα με το Λυκομήδη πηδώντας ψηλά απ' το κάστρο, κι' ο ένας σκοτώθηκε, ο άλλος γλύτωσε!Σαν δάσκαλος που είμαι μ' ενδιαφέρουν οι ελληνικοί μύθοι, όπς τους βρίσκουμε στα βιβλία. Σαν φιλόλογος ξέρω να τους αναλύσω, να ξεχωρίσω τα ιστορικά απο τα φανταστικά τους στοιχεία να κατατάξω τα θέματά τους. Σαν άνθρωπος όμως ζηλεύω τα Σκυριανόπουλα, γιατί γι' αυτά ο βασιλιάς που τόλμησε ένα τέτοιο πήδημα είναι μια ζωντανή πραγματικότητα. Ζηλεύω τον κυρ Γιαννούλη, που ανακατώνει την ιστορία με τη φαντασία, που μεταθέτει τον Αιγέα από την Αττική στη Σκύρο, που μιλεί για το Λυκομήδη και για τον Αχιλλέα σα να έζησαν προχτές στο νησί. Γιατί και γι' αυτόν όλες αυτές οι ιστορίες δεν είναι μύθος˙ είναι κάτι ζωντανό κι' αληθινό.Ό,τι σου ιστορεί έ χ ε ι γ ί ν ε ι , κι' όταν σου μιλάει για τα σουσούμια του Θησέα, θαρρείς πως τον έχει ιδεί με τα μάτια του. Κι' αλήθεια τον έχει ιδεί- ολόφωτο κι' ολοζώντανο μέσα του, χίλιες φορές πιο καθαρά απ' ό,τι μπορεί να τον ιδεί ο γραμματιζούμενος μέσα από την άχαρη σοφία των βιβλίων του.
ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ ΣΤΙΣ ΣΠΗΛΙΕΣ Της κ. ΝΙΚΗΣ ΠΕΡΔΙΚΑ Περ' απ' τη γελαστή αμμουδιά της Φανερωμένης, περ' απ' του παπά το χούμα, τ' Κωσταντή το βράχο, τ' αλόρθο πουρί το Πασαλάκι, τ' Αχίλλι και το Μέαλος, η βάρκα μας λάμνει γοργά - γοργά; Για να προλάβουμε, νάμαστε με την ανατολή του ηλίου στη Διάτρυπ' τη πρώτα κι' ύστερα στις άλλες παραμυθένιες σπηλιές, στα Βράχια με τους απάτητους γκρεμνούς της νοτιοανατολικής ακρογιαλιάς του νησιού. Το Νυφάκι και το Κουρφονέρι κρυμμένα πίσ' απ' τους βράχους στην ακροθαλασσιά ξεχύνουν το λιγοστό, μα λαγαρό και γλυκό νεράκι τους μια σπιθαμή πιο μέσα από την αρμύρα της θάλασσας, σχηματίζοντας μες στις λακούβες των βράχων κύπελλα και λουτήρες για τ' αγριοπερίστερα, που θα μαζευτούν σε λίγο, την ώρα της ανατολής, όπως και στο ηλιοβασίλεμα, να λουστούν και να ξαποστάσουν.Περαστικοί ταξιδιώτες πίνομε και μείς, γεμίζομε τους κρυολόγους μας και ξεκινάμε βιαστικοί για τη Διατρυπ'τή. Φτάνομε στο έμπασμά της τη στιγμή που οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, ο δίσκος του δεν έχει ακόμα φανεί, ξεπετιούνται σα μακριά χρυσά πλεμάτια, τρυπώντας την άκρη της θάλασσας, κεί που σμίγει με τον ουρανό. Οι βραχένοι τοίχοι της, κρεμαστοί μέσα στα νερά, σταματάνε χωρίς να φτάνουν ως το βυθό. Μακριά μούσκλια, ρουμπινιά, μενεξελιά και πράσινα τους σκεπάζουν ολόκληρους και σαλεύουν στο κύμα, όμοια ξωτικής νεράϊδας τα μεταξένια πρωτόφαντα μαλλιά, χαρίζοντας στη διάφανη των νερών χαλανάδα ένα πρασινωπό και πορφυρό αντιφέγγισμα. Βαθιά πράσινοι, άλικοι και μενεξεδένιοι οι βράχοι της χαμηλά, όσο βρέχονται από τα νερά, γίνονται ψηλότερα, όσο στεγνώνουν, όλο πιο ξέθωροι. Μπουκέτα από γιούλια ολόμπλαβα και φλογισμένα γαρύφαλλα ανθίζουν και σβήνουν με την ίδια γρηγοράδα ανάμεσα στις απαλές αχνάδες τους στο κάθε ξαφνικό των κουπιών κυματοράντισμα. Απ' το αντικρυνό της σπηλιάς άνοιγμα, χαμηλά στη γραμμή του ορίζοντα φανερώνεται τώρα ο ήλιος. Μια τόση μικρή βυσσινιά φλογίτσα στην αρχή, μεγαλώνει, γίνεται μια βάρκα ολόχρυση πρώτα κι' αρμενίζει πάνω στα κύματα, κι' ύστερα στρογγυλεύει και πυρωμένη ασπίδα χρυσοκόκκινη φράζει με τη στρογγυλάδα του όλο το άνοιγμα της σπηλιάς. Οι αχτίδες του περνώντας μέσ' απ' το στενό άνοιγμα σπάζουν και διασκορπίζονται στους βράχους και στα νερά, ανάβοντας πυρκαϊές αναπάντεχες, στολίζοντας τις πιο σκοτεινές γωνιές με το φλογερό σπιθοβόλημα τους, κάνοντας την σπηλιά ν' αστραποβολά ολόκληρη, δείχνοντας τις σταξιές του νερού, ρουμπίνια και τοπάζια κι' αμέθυστους αξετίμητους και τις ρωγίτσες απ' τα μούσκλια , τσαμπιά ολόφλογο άλικο κοράλλι. Το πέτρινο κάτεργο, ο βράχος με το παράξενο σχήμα, φαίνεται μπροστά μας, καθώς βγαίνομε απ' τη σπηλιά, ν' αρμενίζει πάνω στα κύματα μ' όλα τα πανιά ανοιγμένα σε μάταιο κι' ατελείωτο ταξίδι, χωρίς να ξεκολλά από τον τόπο του και χωρίς να φτάνει ποτέ πουθενά, έτσι όπως τον καταράστηκε ο Άης - Γιώργης, σύμφωνα με την παράδοση. Φτάνομε σε λίγο στη σπηλιά του Πεντεκάλη τη μεγαλύτερη και μια από τις ωραιότερες σπηλιές του νησιού. Νερά σταλάζουν απ' το θόλο της και μικροί σταλαχτήτες, σα λουλούδια και ρόδσκες παράξενοι, τη στολίζουν. Σταλαγμίτες, σά μαύρα φίδια τριγυρίζουν κάτω τις γούρνες με το δροσερό γλυκό νεράκι και ξεχωρίζουν πάνω στους πολύχρωμους βράχους της. Και στο βάθος ψηλά, κεί που δε φτάνει το κύμα, πολυτρίχια και μυρτιές ανθισμένες κι' αγριοβασιλικοί φυτρώνουν, όμοια πελώρια ολοπράσινα φουντωτά μπουκέτα πάνω στο βράχο. Στεκόμαστε και ξαποσταίνομε και δροσιζόμαστε για λίγο, για ν' αρχίσουμε ξεκούραστοι το πιο θεαματικό μα και το πιο επικίνδυνο μέρος του ταξιδιού μας. Βράχοι κατακόρυφοι, απάτητοι σε πόδι ανθρώπου, κάθετοι στη θάλασσα ψηλοί πάνω από εκατό μέτρα, σκαμμένοι, φαγωμένοι μόνο χαμηλά απ' το κύμα, όπως έρχεται περα απ' της Μ. Ασίας τα παράλια ανεμπόδιστο, χωρίς τίποτα να το σταματά στην ορμή του, κλείνουν αλήθεια σαν τείχος γιγαντένιο το νησί, απροσπέλαστο απ' τη μεριά αυτή σε αφτέρουγα πλάσματα. Σπηλιές μικρούλες, μεγάλες, μεγαλύτερες που μπαίνομε με τη βάρκα μας φανερώνουν η μια πίσω απ' την άλλη τα απίστευτα μύρια χρώματα και την ερημική ομορφιά τους. Μπαίνουμε στη σπηλιά του Ησαϊα με τους γυαλιστερούς σαν ασημένιους σταλαχτίτες της και τους τριανταφυλλένιους βράχους. Περνάμε τις σπηλιές του Κυπαρίσση, του Μαριορού, του Λαουδέρη, βλέπομε το Καλαμίσι και τον Αλόρθε λίθο, μαύρο κι' άγριο σε σχήμα ανθρώπου, να ορθώνεται ψηλά στο γκρεμό, γίγαντας ολομόναχος, σαν κανένα απ' τα δρουϊδικά μενίρ ή τις ανθρωπόμορφες στήλες - αγάλματα του νησιού του Πάσχα. Καβαντζάρομε το Χονδρό Κάβο, το φόβο και τον τρόμο των ναυτικών, που προχωρά ψηλός, πάνω από διακόσια μέτρα, ορθοκατέβατος μέσα στη θάλασσα και σκορπά το θάνατο μ' όλους τους καιρούς, σ' όσα πλεούμενα ζυγώνουν αστόχαστα στη θανατερή γειτονιά του!Ύστερα από έξη ώρες συνολικό ταξίδι με τη βάρκα, φτάνομε τέλος στις τρείς σπηλιές του Λιμνιωνάρη, τις ωραιότερες του νησιού, τελικό σκοπό της σημερινής εκδρομής μας. Η πρώτη που συναντούμε, τεράστια, θυμίζει με το σχήμα και το χρώμα της την περίφημη Gritta Azzurra του Κάπρι. Γερανιά σπηλιά τη λένε και εδώ οι νησιώτες . Όλα είναι γαλάζια κεί μέσα. Οι βράχοι ο θόλος, τα νερά! Απ' το σκούρο γερανιό, σχεδόν μαύρο, που μεριές - μεριές παίρνει κάτι αποχρώσεις ατσαλένιες σταχτογάλαζες στου ήλιου το αντιφέγγισμα.Μπαίνουμε με τη βάρκα και κάνουμε, το γύρο της. Μέρος για να βγούμε δεν έχει πουθενά. Όσο προχωρούμε, τα χρώματα αλλάζουν και μας τη δείχνουν διαφορετική, όλο πιο όμορφη. Σωστό παλάτι για Νεράϊδες και Τρίτωνες, που περιμένουμε ώρα την ώρα να ξεφανερωθούνε ξαφνικά και να μας συντροφέψουν στο ταξίδι μας!Αθόρυβα γλιστρά η βάρκα πάλι έξω στην ανοιχτή θάλασσα, χωρίς κανένας μας να τολμήσει να διακόψει τη ζωντανή σιωπή, που εκεί μέσα αιώνια βασιλεύει!Οι δύο τελευταίες σπηλιές, σκαμμένες πλάϊ - πλάϊ στο βράχο, συγκοινωνούν απ' το μέρος της θάλασσας μ'ένα στρωτό και πολύ γλιστερό μονοπάτι. Η τελευταία, η μικρότερη, γαλάζια, καταγάλανη, παρουσιάζει την ίδια χρωματική αρμονία με τη μεγάλη Γεράνια σπηλιά. Σταλαχτίτες πολύχρωμοι μικροί και μεγάλοι, στολίζουν πυκνοί το θόλο της πρώτης, της μεγαλύτερης κι' αστράφτουν σαν ασημένοι, όμοιοι με λουλούδια και πουλιά με τις φτερούγες μαρμαρωμένες, ακίνητες, που ποτέ δε θα πετάξουν, να χαρούν το γαλάζιο του ουρανού, ανοιγμένες, άχρηστες, καρφωμένες αιώνια πάνω στο βράχο από μιας κακιάς νεράϊδας την εκδίκηση. Κι' άλλοι σαν κορδέλες και ξωτικά λεπτουργήματα βγαλμένα απ' των αόρατων στοιχειών τα' αϋλαχέρια!.....Χιλιοφαγωμένοι, χιλιοτρυπημένοι απ' το κύμα οι βράχοι της χωρίς την παραμικρότερη βλάστηση, αγκαθωτοί και κοφτεροί , μοιάζουν σα γαμψά νύχια, που αγκυλώνουν και ξεσκίζουν όσους ακουμπήσουν απάνω τους . Τα γκρίφια όπως τους λένε πολύ παραστατικά, έχουν την ονομασία τους ίσως από το αρχαίον αγρίφη ή το Γαλλικό griffe. Μια φυσική βραχένια σκάλα μας βγάζει πρώτα σ' ένα πλατύχρωμο επίπεδο εξώστη πάνω απ' τα κύματα. Παραπάνω άλλη πλατωσιά κι' ακόμα ψηλότερα τρίτη, φαντάζουν σαν τρία πατώματα της σπηλιάς, στρωμένα με τους γυαλιστερούς, ασημένιους, σταχτοπράσινους κι αλλού τριανταφυλλένιους βράχους. Η κότσ'νη σπ'λιά, το παλάτι του βασιλιά, όπως τη λένε, φαντάζει αληθινά σαν παραμυθένιο παλάτι στα θαμπωμένα μάτια μας, με τα ζωτικά χρώματα, τους σταλαχτίτες και τα νερά που σταλάζουν από παντού και μας δροσίζουν στη μεσημεριάτικη φλόγα.Ένα πετραδάκι που πέφτει, το πιο σιγανό μουρμούρισμα, η σταλαγματιά το νερό που στάζει απ' το θόλο, κάθε ήχος κι' ο μικρότερος πολλαπλασιάζεται δώ μέσα σ' ατέλειωτα και παράξενα βουητά απ' τον αντίλαλο και γυρίζει πίσω φοβερός κι' αγνώριστος. Και συλλογιόμαστε, σαν τι άγριο κι' ανέγνωρο στ' ανθρώπινα αυτιά άκουσμα θ' αγροικιέται τάχα σαν οι μύριες της τρικυμίας φωνές ξαπολύσουν τα μανιασμένα ουρλιαχτά τους κάτω απ' τους τόσο ήρεμους, για την ώρα, θόλους της!Η ατάραχη γαλήνη, που βασιλεύει ως τόσο σήμερα γύρω μας, μας αφήνει ανεμπόδιστα, να κάνουμε το μπάνιο μας, στα διάφανα ολογάλανα νερά. Κι' αφού φάμε κι' ησυχάσουμε λίγο, να πάρουμε ξεκούραστοι, με τους πρώτους ίσκιους του δειλινού, τη βάρκα και να γυρίσουμε σιγά - σιγά στην παραλία των Μαγαζιών.
Η Παναγιά του Θοδωρή (άλλη ονομασία : η Παναγιά η Κ’τσού) Η πρώτη ονομασία σχετίζεται με τον κτήτορα του ναού, η δεύτερη με τοπικό θρησκευτικό έθιμο. Αυτός ο μικρός ναός έχει κτισθεί στο νοτιοανατολικό άκρο της Σαρούς. Η θέση αυτή κατά τους αιώνες 16ο και 17ο ανήκε στο κέντρο της κωμόπολης της Σκύρου. Η άλλη άκρη αυτού του κέντρου ήταν το Μπόριο. Τις δύο αυτές θέσεις ένωνε η αφεντική στράτα, όπου βρισκόταν ο αφεντικός οντάς, η έδρα των γερόντων, της εκλεγμένης κοινοτικής εξουσίας. Κοντά ήταν η Μονή Αγίου Γεωργίου και το Κάστρο, όπου έμενε ο Επίσκοπος Σκύρου. Η τοιχοδομία της Παναγίας του Θοδωρή έχει εξωτερικώς αντιστηρίγματα στις πλευρές, εκτός της βόρειας, η οποία εφάπτεται στη νότια πλευρά του ναϋδρίου των Ταξιαρχών. Θα πω παρακάτω γι’ αυτά. Το δάπεδο του ναού είναι σχεδόν τετράγωνο. Το κέντρο αυτού του τετραγώνου αποτελεί ένα ορθογώνιο σε δύο τμήματα. Στις τέσσερεις γωνίες του πρώτου υπάρχουν τέσσερεις λεπτές κολώνες με απλά κιονόκρανα. Τις κολώνες ανά δύο ενώνουν τέσσερα μεγάλα τόξα. Στο ίδιο ύψος άλλα τόξα απλώνονται προς τη δυτική, τη βόρεια και τη νότια πλευρά. Πατούν πάνω σε ημιεντοιχισμένες τετράγωνες κολώνες (πεσσούς) των πλευρών. Άλλα δύο τόξα απλώνονται προς το Ιερό. Τα τόξα αυτά πατούν σε ελεύθερους πεσσούς όπισθεν του τέμπλου. Από αυτούς τους ελεύθερους πεσσούς (όπισθεν του τέμπλου) απλώνονται άλλα τόξα : ένα προς τη βόρεια πλευρά, άλλο ένα προς τη νότια. Άλλα δύο τόξα απλώνονται από τους ελεύθερους πεσσούς προς το βάθος του Ιερού και πατούν σε ημιεντοιχισμένους πεσσούς. Όλοι οι ημιεντοιχισμένοι πεσσοί ενώνονται με εντοιχισμένα τόξα στους τοίχους των τεσσάρων πλευρών του ναού. Με το σύστημα αυτό στην οροφή σχηματίζονται δώδεκα (!) θολωτά τμήματα σε τρεις σειρές: τέσσερα στη βόρεια πλευρά και τέσσερα στη νότια. Τα ευρισκόμενα στη μεσαία σειρά είναι τα μεγαλύτερα. Τα δύο απ’ αυτά τα θολωτά τμήματα δεν σχηματίζουν τρούλο με τη γνωστή εξωτερική διαμόρφωση, μολονότι καλύπτουν το κέντρο. Η στέγη εξωτερικώς αποτελεί ένα επίπεδο με ελαφρά κλίση. Παλαιότερα καλυπτόταν με σχιστόπλακες, που πρόσφατα αντικαταστάθηκαν με κεραμίδια. Επανέρχομαι στα εξωτερικά αντιστηρίγματα : ο δυτικός και ο νότιος τοίχος έχουν αντιστήριξη με αντικριστούς πεσσούς, που τους ενώνουν τόξα αρκετά μεγάλα. Επάνω από τα τόξα της δυτικής πλευράς πατάει επίπεδη στέγη στον τύπο του παραδοσιακού σκυριανού σπιτιού. Και από τη δυτική και από τη νότια πλευρά περνούν δημόσιοι δρόμοι. Ο χώρος που κτίσθηκε ο ναός αρχικά ήταν επικλινής. Διαμορφώθηκε σε επίπεδη επιφάνεια με αναλημματικούς τοίχους ανατολικά και νότια. Έτσι κάτω από το δάπεδο του ναού υπάρχει χώρος με είσοδο σ’ αυτόν από τον παράπλευρο δρόμο της νότιας πλευράς, που είναι σε χαμηλότερο επίπεδο. Το ανατολικό ανάλημμα λειτουργεί βέβαια και ως αντιστήριγμα της ανατολικής πλευράς του ναού. Από την περιγραφή που προηγήθηκε καταφαίνεται ότι στο μικρό ναό της Παναγίας του Θοδωρή έχουμε εντυπωσιακή αρχιτεκτονική. Σίγουρα ο κτήτορας (ο ιδρυτής) αυτής της εκκλησίας δαπάνησε για την ανέγερσή της πολλά χρήματα. Ποιος ήταν αυτός ; κτιτορική επιγραφή σε υπέρθυρο της δυτικής εξωτερικής πλευράς μας πληροφορεί σχετικά : « ο θείος αυτός και πάνσεπτος ναός της Θεοτόκου και αειπάρθενου ανηγέρθη εκ βάθρων δι’ εξόδου και συνδρομής του ευγενεστάτου άρχοντος κυρίου Θεοδώρου Μποζίκη εν έτει 1560, Μαΐου ΙΕ΄» (Ναπ. Ξανθούλη : «το τοπωνυμικό της Σκύρου» 1984, σελ. 42). Η ΙΕ΄Μαϊου είναι προφανώς η ημέρα εγκαινίων του ναού. Αξιοπρόσεκτη είναι και η κτιτορική επιγραφή όχι μόνο για τις πληροφορίες που μας δίνει, αλλά και για το επίπεδο λογιοσύνης, που υπήρχε τότε (1560) στη Σκύρο. Η Παναγιά του Θοδωρή απέκτησε με τον καιρό και πλούσια εσωτερική διακόσμηση : τον 17ο αιώνα έγινε το τέμπλο της ξύλινο. Την ίδια εποχή καλύφθηκαν οι εσωτερικές επιφάνειες του ναού με αγιογραφίες και με άλλες ζωγραφικές διακοσμήσεις. Στο τέμπλο της είχε πολλές και πολύτιμες εικόνες. Ένας καλλιτεχνικός θησαυρός, που μέχρι τη δεκαετία του 1950 διατηρούνταν σε καλή - σχεδόν- κατάσταση. Σήμερα ελάχιστα στοιχεία διατηρούνται από εκείνο τον καλλωπισμό. Η αρχιτεκτονική του όμως παραμένει αναλλοίωτη. Περισσότερες πληροφορίες για την Παναγία του Θοδωρή μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στα ακόλουθα δημοσιεύματα: 1). Βασιλείου Ατέση : Ιστορία της Εκκλησίας της Σκύρου- 1961- σελ. 253 -254. 2). Εφημερίδα ΣΚΥΡΙΑΝΑ ΝΕΑ : Αρχείο Εγγράφων Σκύρου, τεύχος 9 : η θέση (= το κτηματολόγιο) της Παναγίας του Θοδωρή. Πρόκειται για ένα πολύτιμο γλωσσικό και ιστορικό ντοκουμέντο. Δυστυχώς έχει δημοσιευθεί μόνο το μισό. Το υπόλοιπο υπάρχει και βρίσκεται στα χέρια αγνώστου κατόχου. Από το δημοσιευόμενο τμήμα του σταχυολογώ τις εξής ενδιαφέρουσες πληροφορίες : ο Θεόδωρος Μποζίκης προίκισε την εκκλησία του με δέκα χιλιάδες γρόσια. Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι τότε το γρόσι είχε πολύ μεγάλη αξία, θα αντιληφθούμε ότι οι δέκα χιλιάδες γρόσια αποτελούσαν ένα θησαυρό. Επιπλέον ο κτήτορας της Παναγίας του Θοδωρή εφοδίασε την εκκλησία του με τα αναγκαία ασημένια σκεύη και με δεκαοκτώ εκκλησιαστικά βιβλία. Μετά το θάνατο του Θεοδώρου Μποζίκη – για ένα διάστημα- η εκκλησία και η περιουσία της τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Μονής του Παντοκράτορα του Αγίου όρους. Ας σημειωθεί ότι η εκκλησία με τον καιρό απέκτησε τεράστια περιουσία ( κτήματα, αιγοπρόβατα και φούρνο της γειτονιάς). Από τη δημοσιευμένη θέση μαθαίνουμε ακόμη ότι η Παναγιά του Τσελεπή (η Αρχοντοπαναγιά) και το ναϋδριο των Ταξιαρχών ( στο οποίο εφάπτεται η Παναγιά του Θοδωρή) κτίσθηκαν προ του 1560. 3). Για τους Μποζίκιδες έχει δημοσιευθεί σύντομο μελέτημα στο περιοδικό «ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΑ», τεύχος 47/1995, με τον τίτλο «οι Βυζαντινοί Μποζίκιδες στη Σκύρο». Έχει γραφεί από τον Ξεν. Αντωνιάδη. Β. Ο Άγιος Ιωάννης στα Κοχύλια Από αρχιτεκτονικής και ιστορικής πλευράς πολύ αξιόλογο εκκλησιαστικό μνημείο της Σκύρου είναι ο Άγιος Ιωάννης στα Κοχύλια. Ο κυρίως ναός έχει κάτοψη τετράγωνη, που καλύπτεται εξολοκλήρου από ένα μεγάλο τρούλο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο τρούλο στη Σκύρο. Πατάει πάνω σε μια κυκλική βάση, διαμορφωμένη στην επάνω επιφάνεια των τοίχων του κυρίως ναού. Αυτή τη βάση υποβαστάζουν τέσσερα ημιεντοιχισμένα τόξα που πατάνε σε τέσσερεις ημιεντοιχισμένες τετράγωνες κολώνες (πεσσούς) στις τέσσερεις γωνίες του κυρίως ναού. Για να κρατηθεί ο μεγάλος τρούλος, οι πλάγιος τοίχος (βόρειο, νότιος και δυτικός) και οι ημιεντοιχισμένοι πεσσοί είναι πολύ χοντροί. Προς τα ανατολικά το ένα από τα μεγάλα τόξα είναι ανοιχτό. Ο τετράγωνος κεντρικός χώρος που καλύπτεται από το μεγάλο τρούλο επεκτείνεται προς τα ανατολικά με τρεις καμάρες από τις οποίες η μεσαία είναι και μεγαλύτερη και ψηλότερη. Οι τρεις αυτές καμάρες σχηματίζουν το Ιερό. Καταλήγουν στο βάθος του Ιερού. Εκεί που καταλήγει η μεσαία καμάρα έχει διαμορφωθεί σύνθρονο, δηλαδή επισκοπικός θρόνος. Εκεί που καταλήγουν οι δύο ακραίες καμάρες έχουν δημιουργηθεί κόγχες (εσοχές). Στην ανατολική πλευρά του ναού εξωτερικώς αυτή η διαμόρφωση του Ιερού διακρίνεται. Το Ιερό γενικά είναι σε χαμηλότερο ύψος εν σχέσει με τον κυρίως ναό, που καλύπτεται από τον τρούλο. Ο ναός-πιθανότατα- κτίσθηκε μετά το 1454, σε τοποθεσία που τότε ήταν ακατοίκητη. Κατά την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη σχηματισθεί συνοικία στην περιοχή. Μας διασώζεται σχεδιάγραμμα της κωμόπολης από τον 17ο αιώνα που δείχνει αυτό το γεγονός. Σε μια απεικόνιση της κωμόπολης του 1776 τα σπίτια στα Κοχύλια είναι ελάχιστα. (ιδε : Ξεν. Αντωνιάδη «Η Σκύρος στους περιηγητές και γεωγράφους», 1977, σελ. 126-151). Αρχικά το τέμπλο του Αγίου Ιωάννη ήταν κτιστό. Το τωρινό ξυλόγλυπτο τέμπλο μεταφέρθηκε στον Άγιο Ιωάννη από τον Επισκοπικό ναό στο Κάστρο, όταν αυτός καταστράφηκε από σεισμό, που έγινε το 1841. Αυτό το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι έργο του 17ου αιώνα. Οι χαμηλότεροι χώροι στον Άγιο Ιωάννη, που έχουν κτισθεί στη δυτική και βόρεια πλευρά του ναού είναι προσκτίσματα, που έγιναν κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Τότε είχε αυξηθεί ο πληθυσμός της Σκύρου (το 1900 ήταν περίπου 4500 οι κάτοικοι) και υπήρχε ανάγκη να διευρυνθεί η χωρητικότητα του ναού. Αυτό έγινε και σε άλλους ναούς της κωμόπολης : στην Αρχοντοπαναγιά στη Λεμονήτρια, στο Χριστό του Μίγα κ.α. Στον Άγιο Ιωάννη στα Κοχύλια διασώζονται ίχνη τοιχογραφιών. Υπάρχει αξιόλογος ξυλόγλυπτος Επισκοπικός θρόνος, που μεταφέρθηκε (όπως και το ξυλόγλυπτο τέμπλο) από τον Επισκοπικό ναό στο Κάστρο. Ένα ξυλόγλυπτο του 18ου αιώνα. Γ. Τα Τρεκκλήσια (άλλη ονομασία : Ατρεκκλήσα) Πρόκειται για τρισυπόστατο μικρό ναό, που βρίσκεται κοντά στο Σλήνα. Έχομε και εδώ ιδιότυπη αρχιτεκτονική. Τρεις επιμήκεις και καμαροσκεπείς χώροι, κολλητοί μεταξύ τους πλευρικά, συναποτελούν τα Τρεκκλήσα. Δύο μεγάλα τοξωτά ανοίγματα, ένα στη βόρεια πλευρά και ένα στη νότια πλευρά του κεντρικού καμαροσκεπή χώρου, ενοποιούν τους τρεις χώρους. Τα τρία συστεγασμένα ναϋδρια είναι τα εξής :Εισοδίων της Θεοτόκου, Γέννησης του Χριστού και Ιωάννου του Προδρόμου. Βέβαια κάθε ναϋδριο στο ανατολικό μέρος του έχει κτιστό τέμπλο και μια κόγχη (εσοχή). Εξωτερικά η στέγη του ναού είναι επίπεδη. Πρόσφατα έπεσε τσιμεντόπλακα επάνω. Παλαιότερα, όπως φαίνεται υπήρχαν σχιστόπλακες με δίρριχτη στέγη. Στο Αρχείο Εγγράφων Σκύρου έχουμε αναφορά στα Τρεκκλήσα με χρονολογία 1626. Δ. Γενικές Παρατηρήσεις Αναφέρθηκα σε τρία παλαιότατα εκκλησιαστικά μνημεία της Σκύρου. Και τα τρία κτίσματα έγιναν σε χρόνους δύσκολους για τον Ελληνισμό. Αναρωτιέται κανείς πώς έγιναν. Η οικοδόμηση ιδιαίτερα των δύο πρώτων προϋποθέτει μεγάλη κατασκευαστική και αρχιτεκτονική εμπειρία. Υπήρχαν τότε στη Σκύρο τέτοιες δυνατότητες; ή ήρθαν τεχνίτες από άλλα μέρη; Ο Θεόδωρος Μποζίκης προίκισε την εκκλησία του με δέκα χιλιάδες γρόσια, με ασημένια εκκλησιαστικά σκεύη, με τα απαραίτητα λειτουργικά βιβλία. Από ποια αγορά προμηθεύτηκε τα τελευταία; Από την Κωνσταντινούπολη; Από τη Βενετία; Από τη Θεσσαλονίκη; Υπήρχε τότε στους Σκυριανούς η δυνατότητα για τέτοιες επικοινωνίες; Η οικοδόμηση του Αγίου Ιωάννη στα Κοχύλια έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία : χτίστηκε μετά το 1454, όταν οι Βενετοί ξανακατέλαβαν τη Σκύρο και έμειναν στο νησί μέχρι το 1538. Εγκατέστησαν το Βενετό διοικητή στο Κάστρο και ανάγκασαν τον Έλληνα Επίσκοπο να φύγει από εκεί. Τον Επισκοπικό ναό του Κάστρου τον χρησιμοποίησαν για τις θρησκευτικές τους ανάγκες. Είχαν καθώς λέγεται και καθολικό ιερέα μαζί τους. Είναι εξακριβωμένο ότι έκαναν και επισκευές στο ναό της Επισκοπής. Παραδίδεται (και αυτή η παράδοση φαίνεται από αρκετές ενδείξεις αληθινή) ότι οι Σκυριανοί έκτισαν στα Κοχύλια τον Άγιο Ιωάννη, για να χρησιμοποιηθεί ως Επισκοπικός ναός με τον Έλληνα Επίσκοπο να διαμένει στο Μανιπιό, το μεγάλο κτήμα, που τότε ανήκε εξολοκλήρου στη Επισκοπή Σκύρου. Μπορούμε να πούμε ότι η ανέγερση του Αγίου Ιωάννη υπήρξε μια πράξη αντίστασης. Πράγματι σε κείνα τα χρόνια άρχισε να αναπτύσσεται στους Έλληνες ένα πνεύμα εθνικής αντίστασης (Ν. Σβορώνου «Μια αναδρομή στην ιστορία του Αιγαίου», στο συλλογικό τόμο «ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ», 1992). Όπως είπαμε και ο Θεόδωρος Μποζίκης έκτισε την Παναγία του Θοδωρή (1560) σε μια εποχή δύσκολη για τον Ελληνισμό. Η οικογένεια των Μποζίκιδων εγκαταστάθηκε στη Σκύρο λίγο πριν ή λίγο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, πιθανότατα στα χρόνια της δεύτερης Βενετοκρατίας στο νησί (1454-1538) αναζητώντας ασφαλέστερες συνθήκες διαμονής. Αυτό το φαινόμενο της μετεγκατάστασης ανθρώπων ήταν σύνηθες στην εποχή εκείνη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη Σκύρο οι Μποζίκιδες κουβάλησαν μαζί τους πλούτο ή απέκτησαν πλούτο. Στην κτιτορική επιγραφή του ναού της Παναγίας ο Θεόδωρος Μποζίκης αποκαλείται ευγενέστατος και άρχων. Πιθανότατα η ανέγερση του ναού της Παναγίας αποτελεί έκφραση ευχαριστιών προς τη Θεοτόκο. Πάντως και ο Άγιος Ιωάννης στα Κοχύλια και η Παναγία του Θοδωρή αποτελούν έκφραση δημιουργικού πνεύματος και μάλιστα μέσα στις σκληρές συνθήκες πολιτικής διαβίωσης, στο πλαίσιο των οποίων είχαν τη δυστυχία να ζουν τότε οι Σκυριανοί. Όπως προαναφέρθηκε και τα Τρεκκλήσα μάς πάνε πολύ πίσω. Ίσως είναι παλαιότερα από τη μέχρι τώρα αρχειακή μαρτυρία, που έχουμε γι’ αυτά. Ο ναός έφτασε ως εμάς χωρίς ίχνη καλλωπισμού. Συμπεριελήφθη στο παρόν μελέτημα για την ιδιότυπη αρχιτεκτονική του. Νίκος Βαρσάμος Αναρτήθηκε από ΣΚΥΡΙΑΝΑ ΝΕΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)


