Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ο Δροσίνης, η Σκύρος και οι Σκυριανοί
Παρουσίαση ΛΟΥΛΑ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

Φτάνοντας στη Λιναριά με το «Λυκομήδη», το καλοτάξιδο και άνετο Σκυριανό κα­ράβι και αντικρίζοντας τη φιλόξενη αγκαλιά της, αναπολεί κανένας, πώς έχει μαζί του, τον ποιητή «Γεώργιο Δροσίνη» που έφτασε εκεί, για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1924, μαζί με τον διαπρεπή αρχαιολόγο Σωτηριάδη. Έτσι λοιπόν περιγράφει στα βιογραφικά «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», την πρώτη εντύπωση από την άφιξη του στο νησί:
«... Το βαπόρι έκοψε τον ατμό του, η πλώρη γύρισε τόσο τόσο απότομα, που η δε­ξιά ανασηκωμένη σκάλα κόντεψε να σκοντά­ψει στη στεριά κι αντικρύσαμε, σα φωλια­σμένους γλάρους ολόγυρα στη δοξαρωτή α­κρογιαλιά τα κάτασπρα σπιτάκια τηςΛιναριάς...». Και συνεχίζει ήταν σκεπασμένα με άσπρα, κοκκινοκέντητα τραπεζομάντηλα. Στη μέση, μια μεγάλη γλάστρα με φουντωτό βασιλικό και κοντά της ο κρυολόγος, ένα σταμνάκι με νερό. Και τα σκεπάσματα των τραπεζιών κεντημένα και στη γλάστρα και στο σταμνί, άσπρα, ζωγραφιστά τα Σκυριανά σύμβολα, πλάσματα του θαλασσι­νού και του στεριανού κόσμου. Τι χαρά στα μάτια, το πρώτο αυτό αντίκρυσμα της Σκυριανής Τέχνης, αυτόβλαστης στην Πατρί­δα της...».
Η νοικοκυρά του ξενοδοχείου πολύ συμπαθητική και γλυκομίλητη γυναίκα... «Αξέχαστη η κατοπινή παπαδιά, η ευγενέ­στατη Σοφία Αντωνοπούλου».
«Ο δάσκαλος της Λιναριάς, πρόθυμος κι ακούραστος...» Πρόκειται βέβαια για τον παπα-Αντωνόπουλο, που για πολλά χρόνια υπηρέτησε τη Λιναριά ως Δάσκαλος και ως Ιερέας. Εμπνευσμένα από τη Λιναριά είναι και τα ποιήματα του Δροσίνη «Βραδινές ώ­ρες» και «Δίχως γηρατειά» στη συλλογή «Φευγάτα Χελιδόνια» (Έκδοσης Σιδέρη 1935) καθώς και το παρακάτω τετράστιχα, γραμμένο για το Φάρο της Λιναριάς, που βρίσκεται ψηλά, κοντά στην εκκλησία του Αη-Νικόλα και στο μικρό Κοιμητήριο:
«Καίει το ψηλό φανάρι ολόνυχτα
Στο κυματόδαρτο ακρωτήρι.
Διπλοφωτίζει το ακρολίμανο
Και των ναυτών το κοιμητήρι».

Τα άλλα ποιήματα είναι τα εξής:

Βραδινές ώρες
Ω καλοθύμητες ώρες!
Πριν αναφτούν στα σπίτια τα λυχνάρια.
Δένονται στο μουράγιο, σα μουλάρια.
βαριές απ’ τα βρεμένα δίχτυα οι πλώρες.

Κι ανάμεσα από ξάρτια και κατάρτια
ψαράδων αδελφές, γυναίκες, κόρες
φέρνουν στην κεφαλή, σαν ανθοφόρες,
τα καροκόφιναγεμάτια ψάρια.

Στου τηλεγράφου κελαϊδούν τα τέλια
δυο χελιδόνια. οι πάπιες σκουν στα
γέλια,
μια χήνα τα λευκά φτερά της λούζει.

κι η θάλασσα που τη χαϊδεύει ο μπάτης,
κυλώντας απαλά τα κύματα της
μοσχοβολά σα νιόκοπο καρπούζι.

Όσο για το πρόσωπο που ενέπνευσε το δεύτερο σκυριανό του ποίημα, γράφει ο Δροσίνης, πως πρόκειται για κάποιον γέρο ψαρά, τον μπάρμπα-Δημήτρη, που τον ζωγράφισε ο εξαίρετος ζωγράφος Μπισκίνης. Μαζί με το ζεύγος Μπισκίνη ο ποιητής πέ­ρασε μερικές ημέρες του Αυγούστου του 1927 στη Σκύρο και το πορτραίτο εκείνο που είχε πάντα στο δωμάτιο του, στο σπίτι τον στην Κηφισιά, δώρο του ζωγράφου σ’ αυτόν, γιατί πολύ του άρεσε. Αντίγραφό του όμως καμωμένο από τη σύζυγο τουΜπισκί­νη, που ήταν κι αυτή ζωγράφος, χαρίστηκε τότε στην κόρη του Μπάρμπα Δημήτρη. Υπάρχει τάχα πουθενά;
Το δεύτερο ποίημα του Δροσίνη είναι αυτό:

Δίχως γερατειά                                             
1.    Εβδομήντα χρόνια
       δίχως γερατειά.                                          
       στα μαλιά του χιόνια
       Στην καρδιά φωτιά!....

2.   Όταν δεν ψαρεύει    
      Κυριακή, γιορτή    
      Στην ταβέρνα ρένει
      τάβλι και χαρτί.    

3.    Με το κέρνα -κέρνα.                                  
       δος του και πιοτά                                       
       βγαίνει απ' την ταβέρνα                              
       και παραπατά.

4.    Σύθαμπα γυρίζει                                          
       ξένες γειτονιές
       και καλησπερίζει
       μοναχά τις νιές.

5.    Κόκκινο λουλούδι
       στο δεξί του αυτί
       κι όλο ένα τραγούδι
       του ξενιτευτή.
6.    «Έρχομαι για λίγο
       νιος ξενιτευτής
       κι αν δεν θες να φύγω
       να με παντρευτείς.

7.   «Έβγα βράδυ-βράδυ
      Στάσου στη γωνιά
      κι άμα βρώ σημάδι
      στέλνω προξενιά».

8.   Αργοπερπατάρης
      στέκει που και που
      - «Ξέρα! - θα τρακάρεις!
      - Άραξε, παππού!»

9.    Βρίσκει λίγη φτέρη
       και κοιμάται εκεί.
       Την αυγή ξεφτέρι,
       πάει στην ψαρική.

10.  Εβδομήντα χρόνια,
       δίχως γερατιά.
       Στα μαλλιά του χιόνια
       Στην καρδιά φωτιά!

Η   Λιναριά  ήταν   ιδιαίτερα  προσφιλής στον Δροσίνη και ήταν γι’ αυτόν το στέκι του όλα τα σκυριανά του καλοκαίρια. Γιατί ο Δροσίνης επισκέφθηκε τη Σκύρο τρεις ή τέσσερις, φορές, μέσα στη δεκατία του 1920.
Όμως και για τη «χώρα» όπως την ονο­μάζει και για την εξοχή της Σκύρου νιώθει θαυμασμό και επηρεάζεται από τη γοητεία της. Στο πρώτο λοιπόν ανέβασμα του στη «Χώρα», από τον παλιό δρόμο του «Αντω­νίου», με την «καημένη, καλοπερπάτητηΜαρού» το ήμερο μουλάρι, που του διέθεσαν, αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, η μυθική και μυστική μαγεία της Σκύρου, με τον έμψυχο και άψυχο κόσμο της, και την ιδιαιτερότητα της ομορφιάς της, που εισδύει αδιόρατα και κατακτά την ευαίσθητη ψυχή του ποιητή. Δι­καιολογεί τότε την προσωνυμία, που ο θαμ­μένος στα χώματα του νησιού μας νεαρός Άγγλος συνάδελφος του. ο Ρούπερτ Μπρουκ της είχε αποδώσει, λίγο πριν το θάνατο του, ονομάζοντάς την «Το νησί των μύθων». Αγάλλεται από το νησί με την ποι­κιλία και τη χάρη της βλάστησης. Θαυμάζει τους όμορφους, ασπροφορεμένους έφηβους βοσκούς που συναντά, στηριγμένους σαν σε σκήπτρα, στα μακριά στραβοράβδια τους, με τα σκυλιά τους, ως παλιάς Σκυριανής ρά­τσας πλάι τους, που μοιάζουν λες, να έχουν αναστηθεί και ζωντανέψει από κάποια αρ­χαία, αθηναϊκά επιτύμβια ανάγλυφα: «Αυτοί μπορούσαν να είναι και στον καιρό του Λυκομήδη...» λέει στο φίλο του, τον Σωτηριάδη, που μαζί ανέβαιναν στη Σκύρο.
Ένα κοπάδι Σκυριανά αλογάκια, που έ­τρεχαν ελεύθερα, παιχνιδιάρικα στη «φαράγ­για», τον κάνει ν’ αναφωνήσει:
«Τέτοια αλογάκια θα είχαν οι κόρες του Λυκομήδη. Φαντάσου τον Αχιλλέα, κοριτσί­στικα ντυμένον, καβάλα σ' ένα Σκυριανό α­λογάκι...».
Ωστόσο, ο Σκυριανός. που τον εντυπω­σίασε ιδιαίτερα, ήταν ο τότε Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου της Σκύρου (ποιος άλ­λος θα μπορούσε να ήτανε), ο αλησμόνητος δάσκαλος, «ο Παπαμανώλης» γράφει λοιπόν γι' αυτόν.
«Μόλις είχα πλύνει τα χέρια μου και κα­τέβηκα να καθίσω με τον σύντροφο μου, που διάβαζε του Παπαγεωργίου το πολύτιμο βι­βλίο για τη Σκύρο, φάνηκε ένας καβαλάρης, που έρχονταν προς εμάς. Πέζεψε και μας χαιρέτισε, σφίγγοντας τα χέρια μας: ήταν ο Διευθυντής του ΔημοτΣχολ. της Σκύρου.
Ήρθε επίτηδες; να μας καλέσει επάνω στο σπίτι του, για όσες μέρες θέλουμε να μείνουμε, με την ολόκαρδη, νησιώτικη προ­θυμία και φιλοξενία. Συμφωνήσαμε να πάμε για τη γιορτή του Σωτήρος, μετά δυο μέρες, από το βράδυ της παραμονής...». Συνεχίζει με ενθουσιασμό, την περιγραφή της διαδρο­μής, που αποσπάσματα της αναφέρουμε πιο πάνω και σαν φτάνουν, μιλάει πάλι για το δάσκαλο, που θα τους φιλοξενούσε:
«Φτάσαμε σύθαμπα στα πρώτα σπίτια και στα καφενεία της Χώρας, που μα περί­μενε ο διευθυντής του Σχολείου... Πεζοί πή­γαμε το μακρύ -δρόμο για το σπίτι, που θα μας φιλοξενούσε. Παλιό, αλλά ξανακαινουργιωμένο ήταν κοντά στο Κάστρο και είχε από κάτω το Γιαλό, την πιο κοντινή α­κρογιαλιά προς την ανοιχτή θάλασσα, που θα ήταν βέβαια αντί της Λιναριάς, η κα­θαυτό σκάλα της Σκύρου, αν είχε λιμάνι. Από τα παράθυρα του φιλόξενου σπιτιού το μάτι έφτανε ως τα πέρατα του Αιγαίου, σε­ληνόφωτα την ώρα εκείνη...
Όταν μείναμε μόνοι πάλι με τον νοικο­κύρη, τον γνωρίσαμε καλύτερα και σιγά σιγά μας φανερώθηκε όχι ένας στενοκέφαλος δάσκαλος με περιορισμένο νου. Αλλ’ άνθρωπος με γενικές γνώσεις και πολύ σωστές κρίσεις σε κάθε ζήτημα...» συνεχίζει περιγράφοντας με λεπτομέρεια το φιλόξενο σπίτι του Παπαμανώλη και την περιποίηση που τους πρό­σφεραν.
Κι ακόμα περιγράφει γοητευμένος τη νυχτερινή σεληνοφώτιστη εικόνα της θάλασ­σας, όπως την αντίκρισε από το παράθυρο, αργά τη νύχτα, όταν σηκώθηκε από το κρε­βάτι του.
«Ήμουν ξυπνητός ή κοιμισμένος: Ήτανε αλήθεια ή όνειρο;»
Τα σύνορα του χρόνου είχαν καταλυθεί, τωρινά και περασμένα έσμιγαν και γίνονταν ένα. Η θάλασσα εκείνη ήταν η ίδια. που κυματόβρεχε και το βασίλειο του Λυκομήδη. Το Κάστρο από πάνω μου. με το μαύρο ί­σκιο του. ήταν η Ακρόπολη και το Παλάτι του. Μια τέτοια νύχτα θα την οδήγησαν τα δελφίνια στο Σκυριανό ακρογιάλι τη Θέτιδα μ' ένα ωραίο αγόρι στην αγκαλιά, το μονα­χογιό της τον Αχιλλέα. Τον έφερνε εκεί, για να τον γλυτώσει από την καταδίκη της μοί­ρας, για να τον κρύψει μαζί με τις κόρες του Λυκομήδη.

Για που δελφίνια: - Φέρνουμε στο Σκυριανό
ακρογιάλι
τη δόξα και τον έρωτα σε μιας Θεάς αγκάλη.

Και της φαντασίας το πλάσμα αλήθευε. Νάτα τα δελφίνια, που φέρνουν τη θεά! Πέ­ρα απ' το ανοιχτό πέλαγος, κάτι γοργό πλε­ούμενο έρχονταν μεσ’ στο σεληνόφωτο αστράφτοντας προς την ακρογιαλιά. Πού να πιστέψουν τα μάτια μου, πως, δεν θα ήταν τίποτε άλλο. παρά η μεγάλη ψαρόβαρκα του γρίπου, με τα δώδεκα κουπιά...».
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο, τριάντα σελί­δες του πρώτου τόμου από τα απομνημονευτικά «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου» α­φιερώνει ο Δροσίνης στο «νησί των μύθων». στη Σκύρο. όπως την είχε βαφτίσει ο Μπρουκ.
Τελειώνοντας το κεφάλαιο αυτό. χαιρετά τη Σκύρο με το στίχο ενός άλλου μεγάλου ποιητή, που την τραγούδησε κι αυτός με πολλή αγάπη, του Ελληνογάλλου Αντρέα Σ ε ν ι έ.
«Saint Belle Scirosdeux fois mospitaliers», μεταφρασμένο από τον ίδιο: Διπλά με καλο­δέχτηκε, ωραία Σκύρος Χαίρε».
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΥΡΙΑΖΗ ΜΠΟΥΡΝΕΛΟΥ

Το σχετικό κείμενο με ιδιόχειρη γραφή, έλαβα από την ευγενική φίλη, λογοτέχνιδα κ. Αγγελική Κυριαζή-Μπουρνέλου, από την Κάρυστο τον Οκτώβριο του 1993, αφού είχε διαβάσει στα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», όσα γράφει για τη Σκύρο ένοιωσε βαθιά συγκίνηση από την αγάπη της για τον τόπο μας. Με την ευκαιρία των τρίτομων ποιημάτων από τον Εκδότη προς διάδοση ω­φελίμων βιβλίων, αυτές οι συμπληρωματικές λεπτομερείς περιγραφές, αξίζει τον κόπο να διαβαστούν·.
Παρουσίαση : ΛΟΥΛΑΣ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου