Ο Δροσίνης, η Σκύρος και οι Σκυριανοί
Παρουσίαση ΛΟΥΛΑ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Φτάνοντας στη Λιναριά με το «Λυκομήδη», το καλοτάξιδο και άνετο Σκυριανό καράβι και αντικρίζοντας τη φιλόξενη αγκαλιά της, αναπολεί κανένας, πώς έχει μαζί του, τον ποιητή «Γεώργιο Δροσίνη» που έφτασε εκεί, για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1924, μαζί με τον διαπρεπή αρχαιολόγο Σωτηριάδη. Έτσι λοιπόν περιγράφει στα βιογραφικά «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», την πρώτη εντύπωση από την άφιξη του στο νησί:
«... Το βαπόρι έκοψε τον ατμό του, η πλώρη γύρισε τόσο τόσο απότομα, που η δεξιά ανασηκωμένη σκάλα κόντεψε να σκοντάψει στη στεριά κι αντικρύσαμε, σα φωλιασμένους γλάρους ολόγυρα στη δοξαρωτή ακρογιαλιά τα κάτασπρα σπιτάκια τηςΛιναριάς...». Και συνεχίζει ήταν σκεπασμένα με άσπρα, κοκκινοκέντητα τραπεζομάντηλα. Στη μέση, μια μεγάλη γλάστρα με φουντωτό βασιλικό και κοντά της ο κρυολόγος, ένα σταμνάκι με νερό. Και τα σκεπάσματα των τραπεζιών κεντημένα και στη γλάστρα και στο σταμνί, άσπρα, ζωγραφιστά τα Σκυριανά σύμβολα, πλάσματα του θαλασσινού και του στεριανού κόσμου. Τι χαρά στα μάτια, το πρώτο αυτό αντίκρυσμα της Σκυριανής Τέχνης, αυτόβλαστης στην Πατρίδα της...».
Η νοικοκυρά του ξενοδοχείου πολύ συμπαθητική και γλυκομίλητη γυναίκα... «Αξέχαστη η κατοπινή παπαδιά, η ευγενέστατη Σοφία Αντωνοπούλου».
«Ο δάσκαλος της Λιναριάς, πρόθυμος κι ακούραστος...» Πρόκειται βέβαια για τον παπα-Αντωνόπουλο, που για πολλά χρόνια υπηρέτησε τη Λιναριά ως Δάσκαλος και ως Ιερέας. Εμπνευσμένα από τη Λιναριά είναι και τα ποιήματα του Δροσίνη «Βραδινές ώρες» και «Δίχως γηρατειά» στη συλλογή «Φευγάτα Χελιδόνια» (Έκδοσης Σιδέρη 1935) καθώς και το παρακάτω τετράστιχα, γραμμένο για το Φάρο της Λιναριάς, που βρίσκεται ψηλά, κοντά στην εκκλησία του Αη-Νικόλα και στο μικρό Κοιμητήριο:
«Καίει το ψηλό φανάρι ολόνυχτα
Στο κυματόδαρτο ακρωτήρι.
Διπλοφωτίζει το ακρολίμανο
Και των ναυτών το κοιμητήρι».
Τα άλλα ποιήματα είναι τα εξής:
Βραδινές ώρες
Ω καλοθύμητες ώρες!
Πριν αναφτούν στα σπίτια τα λυχνάρια.
Δένονται στο μουράγιο, σα μουλάρια.
βαριές απ’ τα βρεμένα δίχτυα οι πλώρες.
Κι ανάμεσα από ξάρτια και κατάρτια
ψαράδων αδελφές, γυναίκες, κόρες
φέρνουν στην κεφαλή, σαν ανθοφόρες,
τα καροκόφινα, γεμάτια ψάρια.
Στου τηλεγράφου κελαϊδούν τα τέλια
δυο χελιδόνια. οι πάπιες σκουν στα
γέλια,
μια χήνα τα λευκά φτερά της λούζει.
κι η θάλασσα που τη χαϊδεύει ο μπάτης,
κυλώντας απαλά τα κύματα της
μοσχοβολά σα νιόκοπο καρπούζι.
Όσο για το πρόσωπο που ενέπνευσε το δεύτερο σκυριανό του ποίημα, γράφει ο Δροσίνης, πως πρόκειται για κάποιον γέρο ψαρά, τον μπάρμπα-Δημήτρη, που τον ζωγράφισε ο εξαίρετος ζωγράφος Μπισκίνης. Μαζί με το ζεύγος Μπισκίνη ο ποιητής πέρασε μερικές ημέρες του Αυγούστου του 1927 στη Σκύρο και το πορτραίτο εκείνο που είχε πάντα στο δωμάτιο του, στο σπίτι τον στην Κηφισιά, δώρο του ζωγράφου σ’ αυτόν, γιατί πολύ του άρεσε. Αντίγραφό του όμως καμωμένο από τη σύζυγο τουΜπισκίνη, που ήταν κι αυτή ζωγράφος, χαρίστηκε τότε στην κόρη του Μπάρμπα Δημήτρη. Υπάρχει τάχα πουθενά;
Το δεύτερο ποίημα του Δροσίνη είναι αυτό:
Δίχως γερατειά
1. Εβδομήντα χρόνια
δίχως γερατειά.
στα μαλιά του χιόνια
Στην καρδιά φωτιά!....
2. Όταν δεν ψαρεύει
Κυριακή, γιορτή
Στην ταβέρνα ρένει
τάβλι και χαρτί.
3. Με το κέρνα -κέρνα.
δος του και πιοτά
βγαίνει απ' την ταβέρνα
και παραπατά.
4. Σύθαμπα γυρίζει
ξένες γειτονιές
και καλησπερίζει
μοναχά τις νιές.
5. Κόκκινο λουλούδι
στο δεξί του αυτί
κι όλο ένα τραγούδι
του ξενιτευτή.
6. «Έρχομαι για λίγο
νιος ξενιτευτής
κι αν δεν θες να φύγω
να με παντρευτείς.
7. «Έβγα βράδυ-βράδυ
Στάσου στη γωνιά
κι άμα βρώ σημάδι
στέλνω προξενιά».
8. Αργοπερπατάρης
στέκει που και που
- «Ξέρα! - θα τρακάρεις!
- Άραξε, παππού!»
9. Βρίσκει λίγη φτέρη
και κοιμάται εκεί.
Την αυγή ξεφτέρι,
πάει στην ψαρική.
10. Εβδομήντα χρόνια,
δίχως γερατιά.
Στα μαλλιά του χιόνια
Στην καρδιά φωτιά!
Η Λιναριά ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στον Δροσίνη και ήταν γι’ αυτόν το στέκι του όλα τα σκυριανά του καλοκαίρια. Γιατί ο Δροσίνης επισκέφθηκε τη Σκύρο τρεις ή τέσσερις, φορές, μέσα στη δεκατία του 1920.
Όμως και για τη «χώρα» όπως την ονομάζει και για την εξοχή της Σκύρου νιώθει θαυμασμό και επηρεάζεται από τη γοητεία της. Στο πρώτο λοιπόν ανέβασμα του στη «Χώρα», από τον παλιό δρόμο του «Αντωνίου», με την «καημένη, καλοπερπάτητηΜαρού» το ήμερο μουλάρι, που του διέθεσαν, αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, η μυθική και μυστική μαγεία της Σκύρου, με τον έμψυχο και άψυχο κόσμο της, και την ιδιαιτερότητα της ομορφιάς της, που εισδύει αδιόρατα και κατακτά την ευαίσθητη ψυχή του ποιητή. Δικαιολογεί τότε την προσωνυμία, που ο θαμμένος στα χώματα του νησιού μας νεαρός Άγγλος συνάδελφος του. ο Ρούπερτ Μπρουκ της είχε αποδώσει, λίγο πριν το θάνατο του, ονομάζοντάς την «Το νησί των μύθων». Αγάλλεται από το νησί με την ποικιλία και τη χάρη της βλάστησης. Θαυμάζει τους όμορφους, ασπροφορεμένους έφηβους βοσκούς που συναντά, στηριγμένους σαν σε σκήπτρα, στα μακριά στραβοράβδια τους, με τα σκυλιά τους, ως παλιάς Σκυριανής ράτσας πλάι τους, που μοιάζουν λες, να έχουν αναστηθεί και ζωντανέψει από κάποια αρχαία, αθηναϊκά επιτύμβια ανάγλυφα: «Αυτοί μπορούσαν να είναι και στον καιρό του Λυκομήδη...» λέει στο φίλο του, τον Σωτηριάδη, που μαζί ανέβαιναν στη Σκύρο.
Ένα κοπάδι Σκυριανά αλογάκια, που έτρεχαν ελεύθερα, παιχνιδιάρικα στη «φαράγγια», τον κάνει ν’ αναφωνήσει:
«Τέτοια αλογάκια θα είχαν οι κόρες του Λυκομήδη. Φαντάσου τον Αχιλλέα, κοριτσίστικα ντυμένον, καβάλα σ' ένα Σκυριανό αλογάκι...».
Ωστόσο, ο Σκυριανός. που τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα, ήταν ο τότε Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου της Σκύρου (ποιος άλλος θα μπορούσε να ήτανε), ο αλησμόνητος δάσκαλος, «ο Παπαμανώλης» γράφει λοιπόν γι' αυτόν.
«Μόλις είχα πλύνει τα χέρια μου και κατέβηκα να καθίσω με τον σύντροφο μου, που διάβαζε του Παπαγεωργίου το πολύτιμο βιβλίο για τη Σκύρο, φάνηκε ένας καβαλάρης, που έρχονταν προς εμάς. Πέζεψε και μας χαιρέτισε, σφίγγοντας τα χέρια μας: ήταν ο Διευθυντής του Δημοτ. Σχολ. της Σκύρου.
Ήρθε επίτηδες; να μας καλέσει επάνω στο σπίτι του, για όσες μέρες θέλουμε να μείνουμε, με την ολόκαρδη, νησιώτικη προθυμία και φιλοξενία. Συμφωνήσαμε να πάμε για τη γιορτή του Σωτήρος, μετά δυο μέρες, από το βράδυ της παραμονής...». Συνεχίζει με ενθουσιασμό, την περιγραφή της διαδρομής, που αποσπάσματα της αναφέρουμε πιο πάνω και σαν φτάνουν, μιλάει πάλι για το δάσκαλο, που θα τους φιλοξενούσε:
«Φτάσαμε σύθαμπα στα πρώτα σπίτια και στα καφενεία της Χώρας, που μα περίμενε ο διευθυντής του Σχολείου... Πεζοί πήγαμε το μακρύ -δρόμο για το σπίτι, που θα μας φιλοξενούσε. Παλιό, αλλά ξανακαινουργιωμένο ήταν κοντά στο Κάστρο και είχε από κάτω το Γιαλό, την πιο κοντινή ακρογιαλιά προς την ανοιχτή θάλασσα, που θα ήταν βέβαια αντί της Λιναριάς, η καθαυτό σκάλα της Σκύρου, αν είχε λιμάνι. Από τα παράθυρα του φιλόξενου σπιτιού το μάτι έφτανε ως τα πέρατα του Αιγαίου, σεληνόφωτα την ώρα εκείνη...
Όταν μείναμε μόνοι πάλι με τον νοικοκύρη, τον γνωρίσαμε καλύτερα και σιγά σιγά μας φανερώθηκε όχι ένας στενοκέφαλος δάσκαλος με περιορισμένο νου. Αλλ’ άνθρωπος με γενικές γνώσεις και πολύ σωστές κρίσεις σε κάθε ζήτημα...» συνεχίζει περιγράφοντας με λεπτομέρεια το φιλόξενο σπίτι του Παπαμανώλη και την περιποίηση που τους πρόσφεραν.
Κι ακόμα περιγράφει γοητευμένος τη νυχτερινή σεληνοφώτιστη εικόνα της θάλασσας, όπως την αντίκρισε από το παράθυρο, αργά τη νύχτα, όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι του.
«Ήμουν ξυπνητός ή κοιμισμένος: Ήτανε αλήθεια ή όνειρο;»
Τα σύνορα του χρόνου είχαν καταλυθεί, τωρινά και περασμένα έσμιγαν και γίνονταν ένα. Η θάλασσα εκείνη ήταν η ίδια. που κυματόβρεχε και το βασίλειο του Λυκομήδη. Το Κάστρο από πάνω μου. με το μαύρο ίσκιο του. ήταν η Ακρόπολη και το Παλάτι του. Μια τέτοια νύχτα θα την οδήγησαν τα δελφίνια στο Σκυριανό ακρογιάλι τη Θέτιδα μ' ένα ωραίο αγόρι στην αγκαλιά, το μοναχογιό της τον Αχιλλέα. Τον έφερνε εκεί, για να τον γλυτώσει από την καταδίκη της μοίρας, για να τον κρύψει μαζί με τις κόρες του Λυκομήδη.
Για που δελφίνια: - Φέρνουμε στο Σκυριανό
ακρογιάλι
τη δόξα και τον έρωτα σε μιας Θεάς αγκάλη.
Και της φαντασίας το πλάσμα αλήθευε. Νάτα τα δελφίνια, που φέρνουν τη θεά! Πέρα απ' το ανοιχτό πέλαγος, κάτι γοργό πλεούμενο έρχονταν μεσ’ στο σεληνόφωτο αστράφτοντας προς την ακρογιαλιά. Πού να πιστέψουν τα μάτια μου, πως, δεν θα ήταν τίποτε άλλο. παρά η μεγάλη ψαρόβαρκα του γρίπου, με τα δώδεκα κουπιά...».
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο, τριάντα σελίδες του πρώτου τόμου από τα απομνημονευτικά «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου» αφιερώνει ο Δροσίνης στο «νησί των μύθων». στη Σκύρο. όπως την είχε βαφτίσει ο Μπρουκ.
Τελειώνοντας το κεφάλαιο αυτό. χαιρετά τη Σκύρο με το στίχο ενός άλλου μεγάλου ποιητή, που την τραγούδησε κι αυτός με πολλή αγάπη, του Ελληνογάλλου Αντρέα Σ ε ν ι έ.
«Saint Belle Sciros, deux fois mospitaliers», μεταφρασμένο από τον ίδιο: Διπλά με καλοδέχτηκε, ωραία Σκύρος Χαίρε».
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΥΡΙΑΖΗ ΜΠΟΥΡΝΕΛΟΥ
Το σχετικό κείμενο με ιδιόχειρη γραφή, έλαβα από την ευγενική φίλη, λογοτέχνιδα κ. Αγγελική Κυριαζή-Μπουρνέλου, από την Κάρυστο τον Οκτώβριο του 1993, αφού είχε διαβάσει στα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», όσα γράφει για τη Σκύρο ένοιωσε βαθιά συγκίνηση από την αγάπη της για τον τόπο μας. Με την ευκαιρία των τρίτομων ποιημάτων από τον Εκδότη προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων, αυτές οι συμπληρωματικές λεπτομερείς περιγραφές, αξίζει τον κόπο να διαβαστούν·.
Παρουσίαση : ΛΟΥΛΑΣ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ